μονομαχεῖον

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχεῖον Medium diacritics: μονομαχεῖον Low diacritics: μονομαχείον Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΕΙΟΝ
Transliteration A: monomacheîon Transliteration B: monomacheion Transliteration C: monomacheion Beta Code: monomaxei=on

English (LSJ)

   A v. μονομάχιον.

German (Pape)

[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v. l. bei Ath. V, 191 a.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.

Greek Monolingual

μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχίαἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχεῖον: τό Luc. v. l. = μονομάχιον.