ἀναισθήτως
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
French (Bailly abrégé)
adv.
avec insensibilité : ἀναισθήτως ἔχειν πρός τι PLUT être insensible ou indifférent à qch.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισθήτως: бесчувственно, безразлично, равнодушно (ἔχειν Isocr. и διακεῖσθαι Arst.; κελεύειν τι Thuc.).