φαυλουργός

From LSJ
Revision as of 07:02, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαυλουργός Medium diacritics: φαυλουργός Low diacritics: φαυλουργός Capitals: ΦΑΥΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phaulourgós Transliteration B: phaulourgos Transliteration C: favlourgos Beta Code: faulourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working ill, Ar.Fr.882: cf. φλαυρουργός.

German (Pape)

[Seite 1259] όν, schlechte, geringe Arbeit machend, schlechter Arbeiter, Schol. Soph. Phil. 31.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. φλαυρουργός.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
μσν.
αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις
αρχ.
κακός τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερ-ουργός].

Russian (Dvoretsky)

φαυλουργός: ὁ бракодел Arph.