παιδοτρόφος

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

German (Pape)

[Seite 442] Kinder ernährend, erziehend; πατέρα τάν τε παιδοτρόφον, Eur. Herc. F. 901; Simonds. bei Arist. H. A. 5, 8; – Soph. nennt so den Oelbaum, O. C. 706, was nach Hesych. auf die Sitte der Athener geht, bei der Geburt eines Knaben einen Oelzweig als Symbol der Gymnastik vor die Thür zu hängen.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων παιδία, Σιμωνίδ. 14· ἐλάα Σοφ. Ο. Κ. 701· διότι, «ἔθος ἦν, ὁπότε παιδίον ἄρρεν γένοιτο παρ’ Ἀττικοῖς, στέφανον ἐλαίας τιθέναι πρὸ τῶν θυρῶν» Ἡσύχ. ἐν λ. στέφανον ἐκφέρειν. 2) ὡς θηλ. οὐσιαστ., μήτηρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 902. 3) ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 34, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit ou élève des enfants en parl. de la branche d’olivier qu’on plaçait à la porte de la maison d’un enfant nouveau-né.
Étymologie: παῖς, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α παιδοτρόφος, -ον)
αυτός που διατρέφει και ανατρέφει παιδιά
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. παιδοτρόφος
α) η μητέρα
β) προσωνυμία της Αρτέμιδος στην Κορώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

παιδοτρόφος: -ον (τρέφω
1. αυτός που ανατρέφει παιδιά, σε Σιμων.· παιδοτρόφος ἐλάα, σε Σοφ.
2. ως θηλ. ουσ., μητέρα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παιδοτρόφος: II ἡ родительница, мать Eur.
вскармливающий детей: π. ἐλάα Soph. маслина-воспитательница (о масличной ветви, которая, согласно символическому обряду, вешалась у двери новорожденного).