ἰδιογενής

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογενής Medium diacritics: ἰδιογενής Low diacritics: ιδιογενής Capitals: ΙΔΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: idiogenḗs Transliteration B: idiogenēs Transliteration C: idiogenis Beta Code: i)diogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A mating only with its kind, opp. κοινογενής, Pl.Plt.265e.    2 peculiar in kind, Herm. ap.Stob.1.49.44, Dsc.2.66.

German (Pape)

[Seite 1236] ές, von eigener, besonderer Gattung; im Ggstz von κοινογενής, φύσις, Plat. Polit. 265 e; Hermes Stob. ecl. ph. 1, 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογενής: -ές, ἔχων ἴδιον γένος, ἀντίθετον τῷ κοινογενής, Πλάτ. Πολιτικ. 265Ε, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938, Διοσκ. 2. 71.

Greek Monolingual

ἰδιογενής, -ές (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς του ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γενης (< γένος), πρβλ. ενδο-γενής, μονο-γενής].

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογενής: (ῐδ) происходящий от однородных особей, т. е. не смешивающийся с другими родами или видами (φύσις Plat.).