ἀλλακτέον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A one must change, Plu.2.53b, Sor.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., = πρέπει τις νὰ ἀλλάξῃ, Πλούτ. 2.53Α.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀλλάσσω.
Spanish (DGE)
hay que tomar a cambio, adoptar βίον ... ἕτερον Plu.2.53a, τὰ πρῶτα Sor.101.22.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλακτέον: adj. verb. к ἀλλάσσω.