φιλόμαστος

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμαστος Medium diacritics: φιλόμαστος Low diacritics: φιλόμαστος Capitals: ΦΙΛΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: philómastos Transliteration B: philomastos Transliteration C: filomastos Beta Code: filo/mastos

English (LSJ)

ον,

   A loving the breast, of young animals, A.Ag.142 (lyr.), 719 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1282] die Mutterbrust liebend, saugend, Aesch. Ag. 140. 701, von Thieren.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμαστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μαστούς, ἐπὶ τῶν νεογνῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 142, 720.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime encore la mamelle en parl. d’animaux.
Étymologie: φίλος, μαστός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τα νεογνά ζώων) αυτός που αγαπά τους μαστούς, που του αρέσει ο θηλασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μαστός (πρβλ. γυναικό-μαστος)].

Greek Monotonic

φῐλόμαστος: -ον, αυτός που αγαπά το στήθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμαστος: тянущийся к материнским сосцам (δρόσοι λεόντων Aesch.).