ἑπτάπορος
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
ον,
A with seven tracks or paths, τείρεα, of the planets, h.Hom.8.7; Πλειάς or Πελειάς, E.IA7, Or.1005 (both anap.); Πληϊὰς ἑ. Epigr.Gr.223.4(Milet.); seven-mouthed, of the Nile, Mosch.2.51, D.P.264.
German (Pape)
[Seite 1013] mit sieben Bahnen, die Plejaden, H. h. 7, 7; Eur. I. A. 7 Or. 1005; Antp. Sid. 51 (VII, 7481; sieben Ausflüsse habend, der Nil, Nonn. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάπορος: -ον, ἔχων ἐπτὰ πορείας, ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Ὕμν. Ὁμ. 7. 7· ἐπὶ Πλειάδων, Εὐρ. Ι Α. 7, Ρῆσ. 529, Ὀρ. 1005· Πληϊὰς ἑπτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· ἐπὶ τοῦ Νείλου, Μόσχ. 2. 51, Διον. Π. 264.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept directions, à sept étoiles en parl. des Pléiades.
Étymologie: ἑπτά, πόρος.
Greek Monolingual
ἑπτάπορος, -ον (Α)
1. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που διανύει επτά διαφορετικές πορείες
2. (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια «ἐγγὺς ἑπταπόρου Πλειάδος», Ευρ.)
3. (για ποταμό) με επτά στόμια στις εκβολές.
Greek Monotonic
ἑπτάπορος: -ον, αυτός που έχει εφτά περάσματα, λέγεται για τις Πλειάδες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάπορος: имеющий семь путей, семидорожный (τείρεα HH; Πλεϊάς Eur. и Πλεϊάδες Anth.).