κατοδύρομαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῡ],
A deplore, τὸ ζῆν Pl.Ax.367d; τὴν ἑαυτοῦ τύχην D.S.13.58; ταυτὶ -όμενος X.Eph.5.1, cf. Parth.26.4:—Pass., to be mourned, Arch.Pap.1.220 (Ptol.).
German (Pape)
[Seite 1402] med., sehr beklagen; Plat. Ax. 367 d; τὴν τύχην D. Sic. 13, 58; περί τινος 20, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κατοδύρομαι: ἀποθετ., θρηνῶ πολύ, τι Πλάτ. Ἀξίοχ. 367D, Διόδ. 13. 58, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 20. 40· καὶ παθ., κατοδυρθείς, ὑμνηθείς.
Greek Monolingual
κατοδύρομαι (Α)
1. θρηνώ πάρα πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». Διόδ.)
2. καθικετεύω εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀδύρομαι «θρηνώ»].
Russian (Dvoretsky)
κατοδύρομαι: (ῡ)1) горько жаловаться, скорбеть (περί τινος Diod.);
2) оплакивать (τὸ ζῆν Plat.; τὴν τύχην Diod.).