πλεῖν
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Att. for πλέον,
A v. πλείων sub fin.
German (Pape)
[Seite 628] att. statt πλέον, mehr, Ar. Ach. 858 Equ. 444; s. Koen Gregor. p. 140 Piers. Moer. p. 294.
Greek (Liddell-Scott)
πλεῖν: Ἀττ. ἀντὶ πλέον, ἴδε πλείων ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Α
αττ. συνηρ. τ. του πλέον
βλ. πλείων.
Greek Monotonic
πλεῖν: Αττ. αντί πλέον, βλ. πλείων.
Russian (Dvoretsky)
πλεῖν: I inf. к πλέω I.
II adv. (= πλέον) больше (π. ἢ τριάκονθ᾽ ἡμέρας Arph.). - см. тж. πλέον III.