ἐνώτιον

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνώτιον Medium diacritics: ἐνώτιον Low diacritics: ενώτιον Capitals: ΕΝΩΤΙΟΝ
Transliteration A: enṓtion Transliteration B: enōtion Transliteration C: enotion Beta Code: e)nw/tion

English (LSJ)

τό, (οὖς)

   A ear-ring, A.Fr.102, Testamentum Platonisap. D.L.3.42, Aen.Tact.31.7, IG11(2).161B26(Delos, iii B. C.), Hedyl. ap.Ath.8.345b, etc.; cf. ἐνώδιον.

German (Pape)

[Seite 861] τό, das Ohrgehänge, gew. im plur.; Aeschyl. bei Poll. 10, 175. 2, 83; Hedyl. Ath. VIII, 345 a; D. L. 3, 42. S. ἐνώδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνώτιον: τό, (οὖς), «σκουλαρίκι», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 101, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 345Β, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 42· πρβλ. ἐνῴδιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. ἐνοιτ- PDura 30.21, PEuphr.12.18 (ambos III d.C.)
gener. plu. pendientes, zarcillos A.Fr.102, Aen.Tact.31.7, LXX Ge.24.22, IG 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), Sel.Pap.3.10 (I a.C.), Ath.331e, PDura l.c., Ael.VH 1.18, Pall.V.Chrys.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, POxy.3491.7 (II d.C.), PEuphr.l.c., Euagr.Pont.Schol.Pr.307.1, cf. ἐνώδιον.

Greek Monolingual

το (AM ἐνώτιον)
κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκιἐνώτιον χρυσοῡν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» — μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι
2. αρχιτ. ενώτια
τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο τρούλλος και στη βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενωτὶ (δοτ. εν. του ούς) με επίθημα -ον].

Russian (Dvoretsky)

ἐνώτιον: τό серьга Aesch., Diog. L.