ἀξιομακάριστος

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιομᾰκάριστος Medium diacritics: ἀξιομακάριστος Low diacritics: αξιομακάριστος Capitals: ΑΞΙΟΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: axiomakáristos Transliteration B: axiomakaristos Transliteration C: aksiomakaristos Beta Code: a)ciomaka/ristos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A worthy to be deemed happy, X.Ap.34 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 270] der glücklich gepriesen zuwerden verdient, Xen. Apol. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιομακάριστος: [κᾰ], ον, ἄξιος μακαρισμοῦ, ἀξιομακαριστότατον Ξεν. Ἀπολ. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être regardé comme heureux.
Étymologie: ἄξιος, μακαρίζω.

Spanish (DGE)

-ον
digno de alabanza Σωκράτης X.Ap.34, Παῦλος Ign.Eph.12.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιομακάριστος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο.

Greek Monotonic

ἀξιομᾰκάριστος: [κᾰ], -ον, άξιος να θεωρείται χαρούμενος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιομᾰκάριστος: достойный считаться блаженным Xen.