ταλάσιος
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ον,
A = ταλασήϊος, ἔργα X.Oec.7.6.
German (Pape)
[Seite 1065] = ταλάσειος; ταλάσια ἔργα Xen. Oec. 7, 6, u. VLL.; vgl. Plut. qu. Rom. 31.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλάσιος: -ον, ἴδε ταλάσειος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l’art de filer.
Étymologie: τλῆναι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τᾰλάσιος: -ον (*τλάω), αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλάσιος: (λᾰ) шерстопрядильный (ἔργα Xen.).