εὔοφρυς
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
υ,
A with fine eyebrows, Philostr.Her.19.9, AP5.75 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1085] mit schönen Augenbrauen, Rufin. 19 (V, 76).
Greek (Liddell-Scott)
εὔοφρῠς: υ, ἔχων ὡραίας ὀφρῦς, Ἀνθ. Π. 5. 76.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
aux beaux sourcils.
Étymologie: εὖ, ὀφρύς.
Greek Monolingual
εὔοφρυς, -υ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»].
Greek Monotonic
εὔοφρυς: -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔοφρυς: υος adj. с красивыми бровями (sc. γυνή Anth.).