μάγνης

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

German (Pape)

[Seite 79] ητος, ἡ, s. nom. pr., davon λίθος μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher λίθος Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίθῳ, ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.

Greek (Liddell-Scott)

μάγνης: «κυβευτικοῦ βόλου προσηγορία» Ἡσύχ.
ητος, ὁ, κάτοικος τῆς ἐν Θεσσαλίᾳ Μαγνησίας, Ἰλ. Β. 756, Σοφ. Ἠλ. 705, κτλ.· ἢ τῆς ἐν Λυδίᾳ, Ἡρόδ. 3. 40, κτλ.· θηλ. Μάγνησσα, Θεόκρ. 22. 79· - ἐπίθ. Μαγνητικός, ή, όν, ἀνήκων εἰς τὸν Μάγνητα ἢ τὴν Μαγνησίαν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 492· θηλ. Μαγνῆτις, ιδος, ἵππος Πινδ. Π. 2. 85. ΙΙ. Μαγνῆτις λίθος, ἡ, ὁ μαγνήτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 571, πρβλ. Πλάτ. Ἴωνα 533D, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, ἡ Μαγνησία λίθος Ἱππ. 543. 28, Ἀχ. Τάτ. 1. 17· ἡ Μάγνησσα Ὀρφ. Λιθ. 302· ὁ Μάγνης λίθος Διοσκ. 5. 148, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 20· ὁ Μάγνης μόνον, Ἀλέξ. Ἀφρ.· πρβλ. Ἡράκλειος. 2) Μαγνῆτις λίθος, ὡσαύτως, ὀρυκτόν τι ὁμοιάζον πρὸς ἄργυρον, Θεοφρ. π. Λίθ. 41· ἴδε Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 2. σ. 5 ἑξ.

Spanish

piedra imán

Russian (Dvoretsky)

μάγνης: ητος ὁ магнит (σιδηραγωγός Sext.).