Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυλοδέψης

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλοδέψης Medium diacritics: σκυλοδέψης Low diacritics: σκυλοδέψης Capitals: ΣΚΥΛΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skylodépsēs Transliteration B: skylodepsēs Transliteration C: skylodepsis Beta Code: skulode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (δέφω, δέψω)

   A tanner of hides, Ar.Av.490, Ec.420.

German (Pape)

[Seite 907] ὁ, der Ledergerber, Ar. Av. 490 Eccl. 420.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλοδέψης: -ου, ὁ, (δέφω, δεψέω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Ἐκκλ. 420· πρβλ. σκῡτοδέψης, οὗ διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς· οὕτω σκῠλόδεψος, ὁ, Δημ. 781. 18· ἴδε σκυλαδέψης, -ος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corroyeur.
Étymologie: σκύλος, δέψω.

Greek Monolingual

και σκυλοδέσφης, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + -δέψης / -δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσο-δέψης].

Greek Monotonic

σκῠλοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλό-δεψος, , σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυλοδέψης -ου, ὁ [σκύλος, δέψω] leerlooier.