διαπεύθομαι

From LSJ
Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπεύθομαι Medium diacritics: διαπεύθομαι Low diacritics: διαπεύθομαι Capitals: ΔΙΑΠΕΥΘΟΜΑΙ
Transliteration A: diapeúthomai Transliteration B: diapeuthomai Transliteration C: diapeythomai Beta Code: diapeu/qomai

English (LSJ)

poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).

German (Pape)

[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés;
poét. c.
διαπυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.

Greek Monolingual

βλ. διαπυνθάνομαι.

Greek Monotonic

διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807.