ὑπερπέταμαι
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A = ὑπερπέτομαι, AP5.258 (Paul. Sil.), 7.546, 12.249 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1200] dep. med., = ὑπερπέτομαι, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπέταμαι: ὑπερπέτομαι, Ἀνθ. Π. 5. 259., 7. 546., 12. 249.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) (αποθ.) βλ. ὑπερπέτομαι.
Greek Monotonic
ὑπερπέταμαι: αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο -έπτην, Δωρ. -έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπέταμαι: Anth. = ὑπερπέτομαι.