αἰγοπρόσωπος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον,
A goat-faced, Hdt.2.46; stamped with a goat's face, Aët.7.101.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον αἰγός, Ἡρόδ. 2 .46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πρόσωπον.
Spanish (DGE)
-ον
de rostro de cabra, ἄγαλμα Hdt.2.46, cf. Aët.7.101 (p.356).
Greek Monotonic
αἰγοπρόσωπος: -ον (αἴξ, πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο κατσίκας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγοπρόσωπος: с козьим лицом (τοῦ Πανὸς τὤγαλμα Her.).