χρυσοτευχής

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοτευχής Medium diacritics: χρυσοτευχής Low diacritics: χρυσοτευχής Capitals: ΧΡΥΣΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: chrysoteuchḗs Transliteration B: chrysoteuchēs Transliteration C: chrysotefchis Beta Code: xrusoteuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A with golden armour, Id.Rh.340.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, mit goldenen Waffen, in goldener Rüstung, Eur. Rhes. 340.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοτευχής: -ές, ὁ ἔχων χρυσᾶ τεύχη, χρυσῆν πανοπλίαν, Εὐρ. Ρῆσ. 340.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
revêtu d’une armure d’or.
Étymologie: χρυσός, τεῦχος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χρυσά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τευχής (< τεῦχος «όπλο» < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Greek Monotonic

χρῡσοτευχής: -ές (τεῦχος), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, χρυσή πανοπλία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοτευχής: в сияющих золотом доспехах (Ῥῆσος Eur.).