σιτοβόλιον

From LSJ
Revision as of 14:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

German (Pape)

[Seite 885] τό, Pol. 3, 100, 4, auch σιτοβόλειον u. σιτόβολον, τό, = Folgdm; Geopon.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grange à serrer le grain.
Étymologie: σῖτος, βάλλω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σιτοβολεῑον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοβόλιον -ου, τό [σῖτος, βάλλω] graanopslagplaats.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοβόλιον: τό Plut. = σιτοβολεῖον.