Ἀρκαδικός
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’Arcadie ; τὸ Ἀρκαδικόν le contingent d’Arcadie, la confédération arcadienne.
Étymologie: Ἀρκαδία.
Spanish (DGE)
(Ἀρκᾰδικός) -ή, -όν
I adj. de Arcadia, relativo o perteneciente a Arcadia πόλεις X.HG 7.4.38, Men.Fr.397.8, Plb.4.21.8, στρατός Apollod.2.7.2, ἀποικία Str.5.3.3, ἔθνος Str.8.3.17, 8.1, μῦθος Plb.7.13.7, γένος D.H.1.11, μανδύαν Procop.Gaz.M.87.1104B
•propio de los arcadios Ἀρκαδικὸν γὰρ τὸ φιλοχωρεῖν ὄρεσιν D.H.1.13.
II subst. τὸ Ἀρκαδικόν
1 la nación arcadia X.An.4.8.18, HG 7.1.23.
2 la confederación arcadia X.HG 6.5.11.
3 ὁ Ἀρκαδικός n. de un río que fluía pasado Pilos hacia el norte, llamado también Amato, Str.8.3.14.
Russian (Dvoretsky)
Ἀρκᾰδικός: аркадский Xen., Men., Plut.