ἁβροκόμης
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with luxuriant foliage, φοῖνιξ E.Ion920, IT 1099. II with delicate hair. Orph.H.56.2, Nonn.D.13.91, al.; (with play on both meanings) AP12.256 (Mel.):—also ἁβρό-κομος, ον, Nonn.D.13.456, Man.2.446.
German (Pape)
[Seite 4] ὁ, mit üppigem Haare, Ερως Artem. 1 (XII, 55); Βάκχος Hymn. in B. 2 (IX, 524); von Knaben, Mel. 2. 30 (XII, 256. 164); öfter bei Sp. D; – mit üppigem Laube, φοίνιξ Eur. Ion. 926, ch., Iph. T. 1099, ch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροκόμης: -ου, ὁ ἔχων λεπτὰ ἢ ζωηρὰ φύλλα· -φοῖνιξ. Εὐρ. Ἴων. 920. 1. Τ.1099. Πρβ. Ἀνθ. Π. 12. 256: -ἁβρόκομος, ον. Σιβυλλ. χρησμ. 14. 67.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 à la chevelure efféminée ou abondante;
2 au feuillage luxuriant.
Étymologie: ἁβρός, κόμη.
Spanish (DGE)
-ου
1 de sedosa cabellera Ἔρως AP 12.55, Μυΐσκος AP 12.256 (Mel.), cf. Orph.H.56.2, Ὑμέναιος Nonn.D.13.91.
2 de lozano follaje φοῖνιξ E.Io 920, IT 1099, κόρυμβοι Nonn.D.15.47.
Greek Monotonic
ἁβροκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· φοῖνιξ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροκόμης: ου adj. m, f
1) покрытый красивыми кудрями, прекраснокудрый (Βάκχος, Ἔρως Anth.);
2) с роскошной листвой (φοῖνιξ Eur.).