ἀειδής

From LSJ
Revision as of 15:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειδής Medium diacritics: ἀειδής Low diacritics: αειδής Capitals: ΑΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aeidḗs Transliteration B: aeidēs Transliteration C: aeidis Beta Code: a)eidh/s

English (LSJ)

ές, (εἶδος)

   A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Thphr.Od.1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a.    2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui n’a pas de forme, immatériel.
Étymologie: ἀ, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1oscuro subst. τὸ ἀ.: ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς εἰς τὸ ἀειδές Parm.B 13, νύξ Eus.PE 2.5.2
oscuro, sin gloria, insignificante, A.Mart.5.17.
2 que no debe verse, feo χροιά Hp.Nat.Mul.41, cf. Ael.NA 17.31, Plu.2.317e.
3 que no puede ser visto, inmaterial, invisible σῶμα Meth.Res.3.18.5, φύσις de Dios, Gr.Nyss.Eun.1.231
subst. τὸ ἀ. imposibilidad de ver, oscuridad como naturaleza infernal, Meth.Res.2.28.5.
II 1sin forma τὸ ὑποκείμενον Arist.Cael.306b17, ἡ ὕλη Plu.2.875d.
2 indistinto ὀσμαί Thphr.Od.1.

Greek Monotonic

ἀειδής: -ές (εἶδος), αόρατος, ο άνευ σωματικής μορφής, ασώματος, άυλος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀειδής: 1) не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ ἄμορφος Arst., Plut.);
2) невзрачный, некрасивый (νεανίσκος Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.
невидимый, незримый (ψυχή Plat.; ἀ. καὶ ἀόρατος Plut.).