ἀλυσκάνω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
German (Pape)
[Seite 111] = ἀλύσκω, Hom. einmal, Od. 22, 330 ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν, entkam, homerisch impft. für den aor., vgl. Apoll. lex Hom. 23, 28.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἀλύσκανε;
c. ἀλυσκάζω.
English (Autenrieth)
=ἀλυσκάζω, ipf., Od. 22.330†.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
evitar, esquivar κῆρα Od.22.330.
Greek Monotonic
ἀλυσκάνω: = ἀλύσκω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλυσκάνω: Hom. = ἀλυσκάζω.