ἀνεπίδεικτος

From LSJ
Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίδεικτος Medium diacritics: ἀνεπίδεικτος Low diacritics: ανεπίδεικτος Capitals: ΑΝΕΠΙΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anepídeiktos Transliteration B: anepideiktos Transliteration C: anepideiktos Beta Code: a)nepi/deiktos

English (LSJ)

ον,

   A not able to be shown, Herophil. ap. S.E.M.11.50.    2 not exhibited, IG7.3073.172 (Lebad.).    3 unsupported by proof, αἰτία Gorg.Pal.4.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Prunk u. Schein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίδεικτος: -ον, ἄνευ ἐπιδείξεως, Ἐρόφιλ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ.11. 50.

Spanish (DGE)

-ον
1 no mostrado ἀνεπίδεικτον δὲ μηδὲν κατακλειέτω IG 7.3073.172 (Lebadea), cf. Sch.Pi.O.2.121a
no demostrado αἰτία Gorg.B 11a.4.
2 que no puede ser enseñado σοφία Herophil. en S.E.M.11.50.
3 no ostentoso, sencillo ἀνεπίδεικτος ... καὶ ἄκομπος Isid.Pel.Ep.M.78.241A
subst. τὸ ἀ. ausencia de ostentación Gr.Naz.M.35.1028A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίδεικτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν επιδεικνύεται, δεν αγαπά την επίδειξη
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί, δεν αξίζει να επιδειχθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίδεικτος: не выставленный напоказ Sext.