ἀνόδους

From LSJ
Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

German (Pape)

[Seite 239] οντος, zahnlos, Ath. VII, 319 d aus Arist. part. an. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, νωδός, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3.14, 9, Ἀποσπ. 278.

Spanish (DGE)

-ουν
que no tiene dientes ῥαφίς Arist.Fr.294, v. ἀνόδοντος.

Greek Monolingual

-ουν (Α ἀνόδους)
ο δίχως δόντια, ο φαφούτης
νεοελλ.
Βοτ. βλ. ανόδα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόδους: οντος adj. беззубый Arst.