German (Pape)
[Seite 353] ὕπατος, illustrissimus, Christod. 2 (VII, 698 steht ἀειφανής).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριφανής: -ές, περιφανής, λίαν πεφημισμένος, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀειφανής ἐν Ἀνθ. Π. 7. 698.
Russian (Dvoretsky)
ἀριφᾰνής: достославный (Anth. - v. l. к ἀειφανής).