λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
1ᵉ pl. prés. contr. de γεύω.
γεύμεθα: ποιητ. αʹ πληθ. του γευόμεθα, Μέσ. παρακ. του γεύω.
γεύμεθα: дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к γεύω.