ἐκτύφλωσις
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making blind, Hdt.9.94.
German (Pape)
[Seite 784] ἡ, das Blindmachen, Blenden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτύφλωσις: -εως, ἡ, ἀποτύφλωσις, Ἡρόδ. 9. 94.
French (Bailly abrégé)
εως, ion. ιος (ἡ) :
action de rendre complètement aveugle.
Étymologie: ἐκτυφλόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hdt.9.94]
privación de la vista, cegamiento ταύτην δίκην ... τῆς ἐκτυφλώσιος ἐκτίνουσι Hdt.l.c., ref. al de Polifemo SEG 45.785.7 (Macedonia II a.C.), cf. Gloss.2.293.
Greek Monotonic
ἐκτύφλωσις: -εως, ἡ, αποτύφλωση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτύφλωσις: εως ἡ лишение зрения, ослепление Her.