Εὐρώπα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (Slater)
Εὐρώπα
a daughter of Tityos, mother by Poseidon of Euphamos. Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ, τόν ποτ' Εὐρώπα Τιτυοῦ θυγάτηρ τίκτε Καφισοῦ παῤ ὄχθαις (P. 4.46)
b Europe, the continent (v. West on Hes., Theog. 357.) ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70)
Russian (Dvoretsky)
Εὐρώπα: дор. = Εὐρώπη.