κάκ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
(A), name of the letter κ
A, κάμηλος θήλεια κεχαραγμένη κὰκ λὰλ ἄλφα PLond.3.909a7 (ii A. D.), cf. BGU153.17 (ii A. D.).
κάκ (B), apocop. for κατά before κ, in Hom. mostly κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, Il.18.24, 16.412, al.; also
A κὰκ κόρυθα 11.351; κὰκ κορυφήν 8.83; cf κάγ, κάδ.
German (Pape)
[Seite 1297] abgekürzt für κατά, κάτ, vor κ, wie κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, κὰκ κόρυθα, Il. 11, 351, κὰκ κορυφήν, 8, 83.
Greek (Liddell-Scott)
κάκ: κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πλήρους κατὰ πρὸ τοῦ κ, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν· ὡσαύτως, κὰκ κόρυθα Ἰλ. Λ. 351· κὰκ κορυφὴν Θ. 83· πρβλ. κάγ, κάδ.
French (Bailly abrégé)
par sync. et assimil. homér. p. κατ(ά) devant un κ dans κὰκ κεφαλής, κὰκ κόρυθα, κὰκ κορυφήν.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάκ: αντί κατά πριν από το κ, όπως στο κἀκ κεφαλῆς, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκ ep. en Aeol. voor κατά, voor de letter κ.
Russian (Dvoretsky)
κάκ: = κατά перед словом с начальной κ у Hom.: κὰκ κορυφήν = κατὰ κορυφήν; κὰκ κεφαλῆς = κατὰ κεφαλῆς.