καταιωρέομαι

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιωρέομαι Medium diacritics: καταιωρέομαι Low diacritics: καταιωρέομαι Capitals: ΚΑΤΑΙΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kataiōréomai Transliteration B: kataiōreomai Transliteration C: kataioreomai Beta Code: kataiwre/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang down, θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225.

German (Pape)

[Seite 1351] herabhangen; θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταιωρέομαι: Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être pendant, flotter.
Étymologie: κατά, αἰωρέω.

Greek Monotonic

καταιωρέομαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, κατῃωρεῦντο (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

καταιωρέομαι: свисать, висеть (θύσανοι χρύσειοι κατῃωρεῦντο Hes.).