κυδώνιος

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

German (Pape)

[Seite 1525] schwellend, üppig, voll wie ein kydonischer Apfel, τιτθία Ar. Ach. 1199. Vgl. κυδωνιάω.

Greek Monolingual

κυδώνιος, -ία, -ον (Α)
1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ.
2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον
μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...»
3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» — ο καρπός της κυδωνιάς, το κυδώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ. πληθ. στη φρ. «κυδώνια μήλα» συνδέεται άμεσα με τον αρχαιότερο τ. κοδύμαλον «είδος μικρού σύκου», δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως, και σχηματίστηκε με επίδραση —πιθ. παρετυμολογική— του τοπωνυμίου Κυδωνία (φημισμένη πόλη της αρχ. Κρήτης, σημερινή πόλη Χανιά). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές cydoneum και cotoneum, απ' όπου το ιταλ. cotogno, γαλλ. coing κ.λπ.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδώνιος -α -ον [Κυδώνιος: uit Kydonia] vrucht, meestal met μῆλα of μηλίδες, kwee-peer. overdr. v. vorm vol:. τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια wat een tieten, zo lekker hard en peervormig! Aristoph. Ach. 1199.

Russian (Dvoretsky)

κῠδώνιος: круглый и твердый, как айва (τιτθία Arph.).