νεῦμαι
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
A v. νέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
νεῦμαι: ἴδε ἐν λέξ. νέομαι.
French (Bailly abrégé)
prés. Moy. ion. de νέω¹.
English (Autenrieth)
see νέομαι.
νεῖαι, νεῖται, subj. 2 sing. νέηαι, inf. νεῖσθαι, ipf. νεόμην, νέοντο<<>*<>> pres., usually w. fut. signif., go or come somewhere (as specified), esp. return, abs., Od. 2.238, Od. 11.114, Od. 12.188.
Greek Monolingual
νεῡμαι (Α)
(επικ. και ιων. συνηρ. τ.) βλ. νέομαι.
Greek Monotonic
νεῦμαι: Επικ. συνηρ. αντί νέομαι.
Russian (Dvoretsky)
νεῦμαι: стяж. = νέομαι.