παραψύχω

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψύχω Medium diacritics: παραψύχω Low diacritics: παραψύχω Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΩ
Transliteration A: parapsýchō Transliteration B: parapsychō Transliteration C: parapsycho Beta Code: parayu/xw

English (LSJ)

[ῡ],

   A cool, v.l. in Placit.5.25.1 (Pass.).    2 metaph., console, soothe, ἐπέεσσιν Theoc. 13.54 (Med.), cf. Call.Cer.46.

Greek (Liddell-Scott)

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, πραΰνω, Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε παραψήχω.

French (Bailly abrégé)

rafraîchir;
Moy. παραψύχομαι fig. adoucir, consoler.
Étymologie: παρά, ψύχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
παρηγορώ, κατευνάζω τη θλίψη ή τον πόνο
αρχ.
ψύχω σιγά σιγά, δροσίζω.

Greek Monotonic

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ελαφρά· μεταφ., παρηγορώ, καταπραΰνω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

παραψύχω: (ῡ)1) охлаждать (θερμόν Plut.);
2) med. облегчать, утешать, успокаивать (τινα ἐπέεσσι Theocr. - v. l. μελέεσσιν).