παρθένιον

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθένιον Medium diacritics: παρθένιον Low diacritics: παρθένιον Capitals: ΠΑΡΘΕΝΙΟΝ
Transliteration A: parthénion Transliteration B: parthenion Transliteration C: parthenion Beta Code: parqe/nion

English (LSJ)

τό,

   A feverfew, Pyrethrum Parthenium, Hp. Ulc.14, Nic. Th.863, Dsc.3.138, Plin.HN21.176.    2 = ἑλξίνη, Dsc.4.85, etc.    3 = λινόζωστις, Thphr.HP7.7.2, Dsc.4.189.    II girl, Alciphr.3.33.

German (Pape)

[Seite 521] τό, Jungfernkraut, sonst ἑλξίνη; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένιον: τό, φυτόν τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. παρθένια, τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα
2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία
αρχ.
1. κορίτσι, κοριτσόπουλο
2. το φυτό ελιξίνη
3. το φυτό λινόζωστις
4. είδος άλλου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος. Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid.

Russian (Dvoretsky)

παρθένιον: τό бот. предполож. маточная трава (Pyrethrum parthenium) Plut.