πολυκοιρανίη

From LSJ
Revision as of 02:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, πολυαρχία, Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν κυριαρχία, Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. πολυκοιρανία.

English (Autenrieth)

(κοίρανος): rule or sovereignty of many, Il. 2.204†.

Greek Monotonic

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ (κοίρᾰνος), διακυβέρνηση, διοικητική κυριαρχία πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ многовластие Hom.