σοῦσθαι
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
σοῦσθε, σούσθω,
A v. σεύω.
Greek (Liddell-Scott)
σοῦσθαι: σοῦσθε, σούσσω, ἴδε σεύω.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. Moy. de σοῦμαι, c. σεύομαι, v. σεύω.
Greek Monotonic
σοῦσθαι: Μέσ. απαρ. του σεύω· σούσθω, σοῦσθε, γʹ ενικ. και βʹ πληθ. προστ.
Russian (Dvoretsky)
σοῦσθαι: inf. к σοῦμαι.