σκιραφεῖον

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐρᾰφεῖον Medium diacritics: σκιραφεῖον Low diacritics: σκιραφείον Capitals: ΣΚΙΡΑΦΕΙΟΝ
Transliteration A: skirapheîon Transliteration B: skirapheion Transliteration C: skirafeion Beta Code: skirafei=on

English (LSJ)

(in codd. sts. σκιράφιον), τό,

   A gambling-house, Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.

German (Pape)

[Seite 899] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑρᾰφεῖον: (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε σκιράφιον), τό, τόπος ἔνθα παίζουσι τοὺς κύβους, κυβευτήριον, Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, κυβεία, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où on joue aux dés, maison de jeu.
Étymologie: σκίραφος.

Greek Monolingual

και σκιράφιον, τὸ, Α σκίραφος
τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

σκῑρᾰφεῖον: τό, το μέρος όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.

Russian (Dvoretsky)

σκῑρᾰφεῖον: τό игорный дом Isocr., Luc.