συνεπιχειρέω
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.
Greek Monotonic
συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιχειρέω: вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.).