τοξοτευχής

From LSJ
Revision as of 04:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξοτευχής Medium diacritics: τοξοτευχής Low diacritics: τοξοτευχής Capitals: ΤΟΞΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: toxoteuchḗs Transliteration B: toxoteuchēs Transliteration C: toksotefchis Beta Code: tocoteuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A armed with the bow, A.Supp.288.

German (Pape)

[Seite 1128] ές, mit Bogen und Pfeilen gerüstet, Aesch. Suppl. 285.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοτευχής: -ές, ὡπλισμένος διὰ τοῦ τόξου, εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε Αἰσχύλ. Ἱκ. 288.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
armé d’un arc.
Étymologie: τόξον, τεύχω.

Greek Monolingual

-ές, Α
οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -τευχής (< τεῦχος, το), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Russian (Dvoretsky)

τοξοτευχής: вооруженный луком Aesch.