ὑαλόχροος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
German (Pape)
[Seite 1168] zsgzgn ὑαλόχρους, ουν, glasfarbig; Leon. Tar. 5 (VI, 211) hat des Verses wegen υ lang gebraucht.
Russian (Dvoretsky)
ὑᾰλόχροος: (ῡ) гладкий или прозрачный как стекло (μηλοῦχος Anth.).