ὑπόρριζος

From LSJ
Revision as of 05:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρριζος Medium diacritics: ὑπόρριζος Low diacritics: υπόρριζος Capitals: ΥΠΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: hypórrizos Transliteration B: hyporrizos Transliteration C: yporrizos Beta Code: u(po/rrizos

English (LSJ)

ον, (πίζα)

   A under or below the root (sc. navel), Arist.HA 493a18.    II with piece of root attached, Thphr.HP2.1.3, CP1.2.2.    III Subst. ὑπόρριζον, τό, secondary root, Dsc.1.11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, ὑποκάτω τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, κάτωθεν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύ-ρριζος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόρριζος: находящийся под корнем Arst.