φαλακρότης

From LSJ
Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλακρότης Medium diacritics: φαλακρότης Low diacritics: φαλακρότης Capitals: ΦΑΛΑΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phalakrótēs Transliteration B: phalakrotēs Transliteration C: falakrotis Beta Code: falakro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A baldness on the crown, opp. ἀναφαλαντίασις (in front), Arist. HA518a28.    II smoothness, φ. κεφαλῆς of a bone, Hp. Mochl.41.

German (Pape)

[Seite 1253] ἡ, die Kahlheit, Kahlköpfigkeit, kahler Kopf, Glatze, ἡ κατὰ κορυφὴν λειότης Arist. H. A. 3, 11, während ἀναφαλαντίασις die Kahlköpfigkeit über der Stirn des Vorderkopfes bedeutet, Plut. Galb. 13.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλακρότης: -ητος, ἡ, γυμνότης κατὰ τὴν κορυφήν, Λατιν. calvities, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναφαλαντίασις, ἡ κατὰ τὸ βρέγμα γυμνότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8. ΙΙ. λειότης, φ. τῆς κεφαλῆς, ἐπὶ ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 866, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 827.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
calvitie sur le haut de la tête.
Étymologie: φαλακρός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλακρότης: ητος ἡ плешивость, плешь Arst., Plut.