καταμείγνυμι
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
or καταμειγνύω,
A mix in, combine, καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ. Ar.Lys.580; τὴν φροντίδα καταμείξας . . εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα Id.Nu.230; τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν D.30.10; τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.25.63; συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a; δένδρα τοῖς φυτοῖς ib. 648c; τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον Id.Lyc.27:—Pass., [ὕδωρ] καταμεμειγμένον ἐς τὸν ἠέρα Hp.Aër.8; τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν Arist.Spir.485b10; οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο, i.e. were mingled with the citizens, X.An.7.2.3; εἰς γένος Plu.Cat.Ma.20.
Greek Monolingual
καταμείγνυμι και καταμειγνύω (Α)
ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, αναμιγνύω, ανακατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μείγνυμι «αναμιγνύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μείγνυμι of κατα-μειγνύω act. mengen:. τὴν φροντίδα λεπτὴν καταμείξας εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα door mijn fijne gedachtengang te mengen met de even fijne lucht Aristoph. Nub. 230; τοῖς ἄλλοις κ. στρατιώταις ἑαυτούς zich mengen onder de andere soldaten Plut. Alc. 29.1. med. zich mengen:. οἱ [στρατιῶται]... εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο de soldaten mengden zich onder de bewoners van de steden Xen. An. 7.2.3.