πολύχρους

From LSJ
Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.