ἐκφλυνδάνω
From LSJ
English (LSJ)
A break out, of sores, Hp.Int.13,46 (-φινδάνω f.l. in Gal.19.96).
German (Pape)
[Seite 785] = Folgdm, bes. vom Ausbrechen der Geschwüre, Hippocr., Galen. ἐκφινδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφλυνδάνω: «ἀνοίγω», «σπάνω», ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. 539., 557. 17˙ - ἐξ οὗ πρέπει νὰ διορθωθῇ τὸ ἐν τῷ λεξικῷ Γαλην. (464) ἐκφινθάνει εἰς ἐκφλυνδάνει.
Spanish (DGE)
brotar, salir ἕλκεα ἐκφλυνδάνει ἐκ τῆς ὀσφύος Hp.Int.13, cf. 46 (cód., pero cf. ἐκφύω).
Greek Monolingual
ἐκφλυνδάνω (Α)
ιατρ. (για πληγή) ανοίγω.
Frisk Etymological English
See also: s. φλύω