μάρις
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
εως, ὁ, a liquid measure, containing six κοτύλαι, Arist.HA 596a6, Poll.10.184; or ten χόες, Polyaen.4.3.32.
German (Pape)
[Seite 95] εως, ὁ, ein Maaß für flüssige Dinge, nach Einigen sechs κοτύλαι, nach Anderen zehn χόες, Arist. H. A. 8, 9; Polyaen. 4, 3, 32; Poll. 10, 184.
Greek (Liddell-Scott)
μάρις: -εως, ὁ, μέτρον ὑγρῶν περιλαμβάνον ἓξ κοτύλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 9, 1, Πολυδ. Ι΄, 184· ἢ δέκα, Πολύαιν. 4. 3, 32. Παρ’ Ἡσυχ. ἡ λ. εἶναι ὀξύτονος καὶ ἑρμηνεύεται: «μαρίς· ἓξ κοτύλας· καλεῖται δὲ ὁμωνύμως καὶ τὸ μακρὸν πέπερι».
Greek Monolingual
μάρις, -εως, ὁ (Α)
μέτρο ρευστών το οποίο χωρούσε έξι κοτύλες ή δέκα χόες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάρη «χέρι»].
Russian (Dvoretsky)
μάρις: εως ὁ марей (мера жидкостей = 6 κοτύλαι, т. е. 1.644 л) Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a liquid measure (Arist., Poll.) = 6 κότυλαι, or 10 χόες (Polyaen.)
Derivatives: LW [loanword] Iran.
Origin: R. Schmidt, Indogermanica Europaea (1989) 301- 315 thinks it is a loans from Old Persian *mari-.