βροχός

From LSJ
Revision as of 13:30, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

(I)
ο βρόχος
1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι
2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος.
(II)
ο βρέχω
λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής.