βροχός
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(I)
ο βρόχος
1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι
2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος.
(II)
ο βρέχω
λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής.